- εἴθισται
- ἐθίζωaccustomperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είθισται — (γ εν. αρχ. παρακ. του ρ. εθίζομαι, ως απρόσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εθίζω — (AM ἐθίζω, Α ποιητ. εἰθίζω) [έθος] 1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι, κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι 2. (γ πρόσ.) εἴθισται επικρατεί συνήθεια 3. (ενεργ. αμτβ.) αποκτώ τη συνήθεια … Dictionary of Greek
πρόκυμμα — ύμματος τὸ, Μ [προκύπτω] (στο Βυζάντιο) η αίθουσα τού θρόνου («ἐν τῷ τοῡ προκύμματος μέσῳ, ἐν ᾧ τόπῳ εἴθισται τοῑς βασιλεῡσιν ἐπὶ θρόνου καθέζεσθαι τελουμένου δεξίμου», Κ. Πορφ.) … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
εἴθιστ' — εἴθιστο , ἐθίζω accustom plup ind mp 3rd sg εἴθισται , ἐθίζω accustom perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия